- Τσαγκαροδευτέρα
- η1.η καθιερωμένη αργία των τσαγκάρηδων κάθε Δευτέρα.2. εργάσιμη ημέρα που δε δουλεύει κάποιος από τεμπελιά: Σήμερα δε δουλεύω, έχω Τσαγκαροδευτέρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.